- ακούρσευτος
- -η, -ο [κουρσεύω]αυτός που δεν κουρσεύτηκε, δεν λεηλατήθηκε από κουρσάρους, πειρατές2. αυτός που δεν έχει υποστεί λεηλασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούρσευτος — η, ο αυτός που δε διαρπάχτηκε από κουρσάρους, αλεηλάτητος: Οι πειρατές λίγα νησιά του Αιγαίου είχαν αφήσει ακούρσευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)